Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλοιτηρός — ἀλοιτηρός, ά, όν (Α) [ἀλοίτης] ο αλιτηρός* … Dictionary of Greek
αλοίτης — ἀλοίτης, ο (Α) αιολικός τύπος αντί ἀλείτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός] … Dictionary of Greek